-
1 χορός
χορός, ὁ,A dance, ;μετὰ μελπομένῃσιν ἐν χορῷ Ἀρτέμιδος Il.16.183
;τοὶ δ' ἄνδρες ἐν ἀγλαΐῃς τε χοροῖς τε τέρψιν ἔχον Hes.Sc. 272
, cf. 277;εἰς χ. ἐλθέμεν Il.15.508
, cf. Od.18.194;οὐδέ κε φαίης ἀνδρὶ μαχεσσάμενον τόν γ' ἐλθεῖν, ἀλλὰ χορόνδε ἔρχεσθ' ἠὲ χοροῖο νέον λήγοντα καθίζειν Il.3.393
, 394;χορῷ καλὴ Πολυμήλη 16.180
: later of the dance as a public religious ceremony,Διόνυσον τιμώσας χοροῖς E.Ba. 220
;φυλῆς Ἀκαμαντίδος ἐν χοροῖσιν Simon.148
, cf. Hdt.2.48, Isoc.9.1; χοροὺς ἀνῆγον αἱ πόλεις (sc. εἰς τὴν Δῆλον) Th.3.104; [pref] πεν-ἀνδρῶν χ. Simon.147
, cf. Sch.Aeschin.1.10; κύκλιος χ. (v. κύκλιος) ; θυσίῃσί σφεα (sc. Δαμίην καὶ Αὐξησίην) ; ;παιδικὸς χ. Is.7.40
, etc.;χ. ἀνδρικός X.HG6.4.16
, cf. Pl.Lg. 665b; τραγικοὶ χοροί, at Sicyon, Hdt.5.67: hence of the chorus in the Attic drama,οἱ χ. τῶν τραγῳδῶν Ar.Av. 787
, cf. Pax 807 (lyr.); χ. τραγικός, κωμικός, Arist.Pol. 1276b4; also χ. τρυγικός, τρυγῳδικός, Ar.Ach. 628 (anap.), 886; arranged in six rows, Cratin. 173; ὃς οὐκ ἔδωκ' αἰτοῦντι Σοφοκλέει χορόν (of the archon to whom the poet applied) Id.15;χ. αἰτεῖν Ar.Eq. 513
(anap.); , etc.; χορὸν λαβεῖν, ἔχειν, Ar.Ra.94, Pax 803, 807 (lyr.); χ. συλλέξαι, χοροὺς ἀθροίζειν (i.e. from the tribe), Antipho 6.11, X.Hier.9.4; [χοροὺς] διδάσκειν ibid.;χορὸν εἰσάγειν Ar.Ach.11
: general phrases,χοροὺς ἱστάναι Hdt.3.48
(v. supr.), S.El. 280;ἔστασεν Pi.P.9.114
;ἱερὸν χ. ἵστατε Νύμφαις Ar.Nu. 271
(anap.), cf. Av. 220 (anap.); (anap.);χορῶν κατάστασις Id.Ag.23
, cf. Ar.Th. 958;τοῖς χ. νικᾶν X.Mem.3.4.3
; χοροῦ προεστάναι ibid.;χορῷ χορηγεῖν Pl.Grg. 482b
, etc.II choir, band of dancers and singers, h. Ven. 118, Pi.N.5.23, Fr. 199;συμφωνία καὶ χοροί Ev.Luc.15.25
.2 generally, choir, troop, ;μελιττῶν Ael.NA5.13
;χ. καλλίμορφος τέκνων E.HF 925
, cf. Pl.Prt. 315b, Tht. 173b, etc.; of things,ἄστρων αἰθέριοι χ. E.El. 467
(lyr.), cf. Mesom.Sol.17; χ. σκευῶν row of dishes, X.Oec.8.20; χ. δονάκων row of reeds, i. e. Pan's pipe, Coluth.124; χ. ὀδόντων a row of teeth, Gal.UP11.8 (hence οἱ πρόσθιοι χοροί, for the front teeth, Ar.Ra. 548); τὴν σοφίαν ποῦ χοροῦ τάξομεν; in what class shall we place it? Pl.Euthd. 279c, cf. Chor.12.28 p.160 F.-R.III place for dancing,ἐν δὲ χ. ποίκιλλε.. Ἀμφιγυήεις Il. 18.590
;λείηναν δὲ χ. Od.8.260
, cf. 264; ; Νυμφέων καλοὶ χ. ἠδὲ θόωκοι ib. 318; at Sparta the ἀγορά was called χορός, Paus.3.11.9; so perh. in Crete, Supp.Epigr.2.509.6 (Eltynia, prob. v B. C.): v. infr. (Acc. to Hsch. χορός = κύκλος, στέφανος, and therefore prop. denotes a ring-dance.)
См. также в других словарях:
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
ηίθεος — ἠίθεος και συνηρ. τ. ήθεος, δωρ. φθεος, αιολ. ἠΐθεος, ό και σπαν. θηλ. ἠϊθέη (Α) 1. άγαμος, ανύπαντρος νέος, νέος που βρίσκεται σε ώρα γάμου, το παλικάρι («ἵστασαν χορούς παρθένων τε καὶ ἠϊθέων», Ηρόδ.) 2. οι θεωροί που στέλνονταν στη Δήλο 3.… … Dictionary of Greek